δεκαεξασέλιδος

δεκαεξασέλιδος
-η, -ο
1. αυτός που έχει δεκαέξι σελίδες («δεκαεξασέλιδη ανακοίνωση»)
2. το ουδ. ως ουσ. το δεκαεξασέλιδο
ένα τυπογραφικό φύλλο, που διπλώνεται σε δεκαέξι σελίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαέξι + σελίς (-ίδος). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δεκαεξασέλιδος — η, ο 1. αυτός που αποτελείται από δεκαέξι σελίδες. 2. το ουδ. ως ουσ., δεκαεξασέλιδο ένα τυπογραφικό φύλλο που αποτελείται από δεκαέξι σελίδες: Μερικά δεκαεξασέλιδα είναι απαραίτητα σε κάθε διδακτορική διατριβή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”